υπνοδοτειρα

υπνοδοτειρα
    ὑπνοδότειρα
    ὑπνο-δότειρα
    adj. f ниспосылающая сон
    

(νύξ Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υπνοδοτειρα" в других словарях:

  • ὑπνοδότειρα — giver of sleep fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπνοδότης — ὁ, θηλ. ύπνοδότειρα και ὑπνοδῶτις, ώτιδος, Α αυτός που φέρνει ύπνο, που αποκοιμίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, προικο δότης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»